γηραλέᾳ

γηραλέᾳ
γηραλέαι , γηραιός
aged
fem nom/voc pl (epic)
γηραλέαι , γηραιός
aged
fem nom/voc pl
γηραλέᾱͅ , γηραιός
aged
fem dat sg (attic doric aeolic)
γηραλέαι , γηραιός
aged
fem nom/voc pl
γηραλέᾱͅ , γηραιός
aged
fem dat sg (attic doric aeolic)
γηραλέᾱͅ , γηραλέος
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γηραλέα — γηραιός aged neut nom/voc/acc pl (epic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc/acc dual (epic) γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηράλεα — γηραλέος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέας — γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl (epic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραλέος fem acc pl γηραλέᾱς , γηραλέος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέαν — γηραλέᾱν , γηραιός aged fem acc sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱν , γηραιός aged fem acc sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱν , γηραλέος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέαι — γηραιός aged fem nom/voc pl (epic) γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱͅ , γηραλέος fem dat sg (attic doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστωμα — ατος, τὸ, Α [πιστώ] 1. βεβαίωση, εγγύηση 2. (σχετικά με λόγο) επιβεβαίωση 3. φρ. «γηραλέα πιστώματα» μτφ. (για πρόσ.) πιστοί γέροντες …   Dictionary of Greek

  • ντούγκονγκ — (dugong dugong ή halicore dugong). Υδρόβιο θηλαστικό της οικογένειας των ντουγκονγκιδών, της τάξης των σειρηνιδών. Το σώμα του, που έχει μήκος πάνω από 3 μ., είναι πολύ ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα και καλύπτεται από χοντρό δέρμα, σχεδόν τελείως… …   Dictionary of Greek

  • γηραλέαις — γηραιός aged fem dat pl (epic) γηραλέᾱͅς , γηραιός aged fem dat pl (attic) γηραιός aged fem dat pl γηραλέος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”