γηραλέα — γηραιός aged neut nom/voc/acc pl (epic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc/acc dual (epic) γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηράλεα — γηραλέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέας — γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl (epic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραλέος fem acc pl γηραλέᾱς , γηραλέος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέαν — γηραλέᾱν , γηραιός aged fem acc sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱν , γηραιός aged fem acc sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱν , γηραλέος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέαι — γηραιός aged fem nom/voc pl (epic) γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱͅ , γηραλέος fem dat sg (attic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστωμα — ατος, τὸ, Α [πιστώ] 1. βεβαίωση, εγγύηση 2. (σχετικά με λόγο) επιβεβαίωση 3. φρ. «γηραλέα πιστώματα» μτφ. (για πρόσ.) πιστοί γέροντες … Dictionary of Greek
ντούγκονγκ — (dugong dugong ή halicore dugong). Υδρόβιο θηλαστικό της οικογένειας των ντουγκονγκιδών, της τάξης των σειρηνιδών. Το σώμα του, που έχει μήκος πάνω από 3 μ., είναι πολύ ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα και καλύπτεται από χοντρό δέρμα, σχεδόν τελείως… … Dictionary of Greek
γηραλέαις — γηραιός aged fem dat pl (epic) γηραλέᾱͅς , γηραιός aged fem dat pl (attic) γηραιός aged fem dat pl γηραλέος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)